τσιμεντάρω

τσιμεντάρω
Ν
[τσιμέντο]
1. επιστρώνω, φράζω ή ενώνω κάτι με τσιμέντο
2. μτφ. εδραιώνω, παγιώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσιμεντάρω — τσιμεντάρισα, τσιμενταρίστηκα, τσιμενταρισμένος, επιστρώνω ή φράζω κάτι με τσιμέντο: Τσιμεντάρισα τον τοίχο. – Τσιμεντάρω το σωλήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιμεντάρισμα — το, Ν [τσιμεντάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσιμεντάρω …   Dictionary of Greek

  • τσιμεντώνω — Ν [τσιμέντο] τσιμεντάρω …   Dictionary of Greek

  • τσιμεντώνω — τσιμέντωσα, τσιμεντώθηκα, τσιμεντωμένος, τσιμεντάρω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”